- παππάξ
- παππάξ, komische Nachahmung des Tons, den beim Durchfall der herausplatzende Unrat hervorbringt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παππάξ — και παπαππάξ και παπαπαππάξ Α (κωμική λ.) ήχοι κατ απομίμηση τού κρότου τής πορδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
πάπραξ — ακος, ό, Α είδος ψαριού που ζούσε στις λίμνες τής Θράκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. θρακικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, ο τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα: πέρκη «πέρκα», περκνός «μαύρος, μελανόστικτος», πρακνόν μέλανα (Ησύχ.), ενώ, κατ άλλους, η λ.… … Dictionary of Greek